- οινολογικός
- [инологикос] επ. относящийся к виноделию, винодельческий,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οινολογία ή στον οινολόγο («οινολογικό εργαστήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ο. Α. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
οινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οινολογία ή τον οινολόγο: Οινολογικό εργαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)